διουρητικός

διουρητικός
διουρητικός
diuretic
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διουρητικός — ή, ό (AM διουρητικός, ή, όν) [διουρώ] (για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση …   Dictionary of Greek

  • διουρητικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την αποβολή ούρων, το κατούρημα: Διουρητικά χάπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διουρητικά — διουρητικός diuretic neut nom/voc/acc pl διουρητικά̱ , διουρητικός diuretic fem nom/voc/acc dual διουρητικά̱ , διουρητικός diuretic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικώτερον — διουρητικός diuretic adverbial comp διουρητικός diuretic masc acc comp sg διουρητικός diuretic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικωτέραις — διουρητικός diuretic fem dat comp pl διουρητικωτέρᾱͅς , διουρητικός diuretic fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικῶν — διουρητικός diuretic fem gen pl διουρητικός diuretic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικόν — διουρητικός diuretic masc acc sg διουρητικός diuretic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικαί — διουρητικός diuretic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικοῖς — διουρητικός diuretic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διουρητικοῖσι — διουρητικός diuretic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”